σπεράντσα

σπεράντσα
και σπεράντζα, η, Ν
ναυτ. μεγάλη, βαριά εφεδρική άγκυρα, που χρησιμοποιείται σε έσχατη ανάγκη, όταν το πλοίο κινδυνεύει να εξοκείλει και δεν μπορούν να τό συγκρατήσουν οι συνήθεις άγκυρες, αλλ. ιερή άγκυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. speranza «ελπίδα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άγκυρα — Προσάρτημα πλοίου και κάθε πλωτού μέσου, με δύο βραχίονες που καταλήγουν σε πτερύγια. Δένεται στη μια άκρη αλυσίδας ή σχοινιού και πιάνει στον βυθό, όπου αφήνεται να πέσει, συγκρατώντας έτσι το πλωτό μέσο, στο οποίο προσδένεται η άλλη άκρη της… …   Dictionary of Greek

  • Λαυράγκας, Διονύσιος — (Αργοστόλι Κεφαλονιάς 1864 – 1941). Συνθέτης, αρχιμουσικός, μουσικοπαιδαγωγός και μουσικοκριτικός. Σπούδασε βιολί, πιάνο και θεωρία μουσικής στη γενέτειρά του. Για μερικά χρόνια εργάστηκε ως βιολονίστας στις ορχήστρες των μελοδραματικών θιάσων… …   Dictionary of Greek

  • παιδικό θέατρο — Όλες οι μορφές του θεάματος (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση, τσίρκο κ.ά.) συνδέονται στενά με το παιδί, διότι συγκαταλέγονται στη ζωτικότερη κατηγορία για τα παιδιά, το παιχνίδι. Αν αρχίσουμε από το αρχαιότερο θέαμα του κόσμου, το θέατρο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”