- σπεράντσα
- και σπεράντζα, η, Νναυτ. μεγάλη, βαριά εφεδρική άγκυρα, που χρησιμοποιείται σε έσχατη ανάγκη, όταν το πλοίο κινδυνεύει να εξοκείλει και δεν μπορούν να τό συγκρατήσουν οι συνήθεις άγκυρες, αλλ. ιερή άγκυρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. speranza «ελπίδα»].
Dictionary of Greek. 2013.